Skip to main content

Search from vocabulary

Content language

Concept information

Preferred term

γλωσσικός έλεγχος  

Definition

  • η διαδικασία της αυτόματης αναγνώρισης (και συνήθως διόρθωσης) γραμματικών λαθών σε ένα κείμενο

Note

  • Ο έλεγχος γλώσσας περιλαμβάνει τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση και/ή σωστής ή λανθασμένης ή μη συνεπούς γλώσσας σε έγγραφα. Η εμβέλεια των τεχνολογιών γλωσσικού ελέγχου εκτείνεται από τη γενική διόρθωση σφαλμάτων, όπως αυτή εκτελείται από διορθωτές συλλαβισμού και γραμματικούς διορθωτές.

definition source

  • Wikipedia

In other languages

URI

http://w3id.org/clarin_el_dictionary/languageChecking

Download this concept: